- διαλύνω
- βλ. διαλύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος … Dictionary of Greek
διαλαίνω — αληθεύω, εκπληρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύνω, κατά τα ρήματα σε αίνω] … Dictionary of Greek
ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… … Dictionary of Greek
διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)